- ψειριασμένος
- -η, -ο, Νβλ. ψειριάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψειριάζω — Ν [ψείρα] (αμτβ.) 1. γεμίζω ψείρες 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ψειριασμένος, η, ο ψειριάρης … Dictionary of Greek
ψειριάρικος — η, ο, Ν [ψειριάρης] ψειριασμένος … Dictionary of Greek
ψειριάζω — ψειριάζω, ψείριασα, ψειριασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψειριάζω — ψείριασα, ψειριασμένος, γεμίζω ψείρες, αποκτώ ψείρες: Στην Κατοχή ψείριασαν πολλοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψειριάρης, -α, -ικο — αυτός που είναι γεμάτος ψείρες, ο ψειριασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψειριάρικος — η, ο ψειριάρης, ψειριασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)